χαραμίζω

χαραμίζω
χαράμισα, χαραμίστηκα, χαραμισμένος
1. καταναλώνω κάτι άδικα, το δαπανώ άσκοπα: Χαράμισα τα λεφτά μου στους γιατρούς και τίποτε δε μου 'καναν.
2. πουλώ κάτι σε χαμηλή τιμή: Το χαράμισε το ωραίο οικόπεδο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαραμίζω — χαραμίζω, χαράμισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χαραμίζω — Ν [χαράμι] 1. ξοδεύω ή καταναλώνω κάτι ανώφελα, χωρίς αποτέλεσμα ή εκτελώ κάτι ζημιώνοντας κάποιον άλλο 2. πουλώ κάτι σε πολύ χαμηλή τιμή 3. μέσ. χαραμίζομαι δεν χρησιμοποιούμαι αξιοκρατικά, ανάλογα με τις ικανότητες και με τα προσόντα μου,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”